Αγία Παρασκευή

Εκατοντάδες χρόνια έχουν περάσει από το καιρό που λειτουργόταν η εκκλησία. Οι άνθρωποι χάθηκαν και ούτε η σκόνη τους δεν υπάρχει πια. Μόνο όταν τα βέβηλα χέρια έριχναν κάτω το σαραβαλιασμένο κορμί της κοντά στο άγιο βήμα, βρήκαν οστά τις οίδε τίνων μαρτύρων, ή αμαρτωλών "οι τω φρικτώ και φοβερώ, βήματι παρεστώτες οι απ'αιώνος νεκροί, δάκρυσι ενθέοις την κρίσιν αναμένουσι ".  Πέταξαν τα κόκκαλα στην κουφάλα μιας χιλιόχρονης ελιάς και γέμισαν τον τόπο με χαλάσματα.
Ο χώρος μίκρυνε θαρρείς και δεν ήξεραν οι άβουλοι επίγονοι τη φρικτή ιστορία των προγόνων, που έζησαν τα μαρτύρια της δουλοσύνης και εκπλήρωσαν το μεγάλο τίμημα της περίφανης ζωής με το θάνατο. Καμία εικόνα της πάνσεπτης εκκλησίας δεν έμεινε για να χαρούν οι ψυχές των πεθαμένων. Η μνήμη μόνο και η βαθειά συγκίνηση στοχάζονται και προσπαθούν να ανασυνθέσουν το ιερό τούτο των αγίων τέμενος. Όλοι στα μικρά μας χρόνια βλέπαμε την εκκλησία μα κανένας δεν πρόσεχε το υπέροχο σμίξιμό της με τη ζωντανή φύση. Στην οροφή είχε θεριέψει ένας ταιράστιος πρίνος που είχε αγκαλιάσει με τις ρίζες τους όλο τον κυλινδρικό θόλο και είχε μπει ανάμεσα στις πελεκητές καντουνάδες σαν ζωντανός σύνδεσμος. Στο μεσαίο τόξο που συγκρατούσε τη στέγη είχαν ξεσύρει μερικές πέτρες και άλλες είχαν πέσει στο δάπεδο. Ο χρόνος σάλεψε το σμίλεμα της ανθρώπινης τέχνης, μα η φύση το στέριωσε με τους ζωντανούς χυμούς της και έπλασε ένα δικό της έργο πάνω στο παμπάλαιο κτίριο. Μία τεράστια ρίζα αντραμυθιάς(αγριοφυστικιά) είχε ανοίξει στα δύο το άγιο βήμα και είχε μπηχτεί βαθειά στη γη, ενώ ψηλά πάνω από το ιερό υψώνονταν φουντωτό δέντρο. Ένας μεγάλος πέτρινος σταυρός είχε γύρει στα πλάγια, μέσα στο ιερό και τα γλυπτά χριστιανικά σύμβολα είχαν σχεδόν καλυφθεί από λειχήνες και μούχλα.
Ο γερο-πρίναρος στο κέντρο της οροφής φάνταζε σαν ηγεμόνας της περιοχής, ενώ γύρω χιλιόφυλλα πλοκάμια του κισσού έσφιγγαν παντού το σιδερένιο σώμα του. Και ήταν παράξενο, που οι βασιλικές του ρίζες ακολούθησαν την φορά των τοίχων για να μπηχτούν στο έδαφος, ενώ τα πολυάριθμα παράρριζα έκαναν ένα πλαίσιο ψηλά αποδίδοντας θαρρείς, όλα μαζί το σχήμα του ναού. Το βορεινό παράθυρο είχε σχεδόν κλείσει το μισό από μια τεράστια ρίζα, και παράπλευρα άλλη άνοιξε τον τοίχο συμπιέζοντάς τον αφόρητα σα σιδερένια τανάλια.
Η οροφή σε πολλά σημεία είχε ανοίξει και κάτω στο δαπεδο απλώνονται ξερόφυλλα ανάκατα με μουχλιασμένες πέτρες μαζί και βίσαλα(κεραμίδια σπασμένα). Η πρόσοψη διατηρόταν ακόμα ακέραια. Το χρώμα μόνο του τοίχου είχε πάρει το ξεθωριασμένο καστανόπλοκο εκείνο υφάδι ανάμεσα στις μαύρες αποχρώσεις, που δίδει ο χρόνος. Ψηλά, πάνω από την πύλη της εκκλησίας, γαβαθωτά σκουτέλια σύνθεταν το σχήμα του σταυρού, ενώ κάτω σώζοταν το τοξωτό κουβούκλι πάνω από τους πελεκητούς αρμούς που έχασκαν χωρίς θυρόφυλλα. Οι τοίχοι κιτρινωποί, είχαν γίνει ένα με τα θεώρατα δέντρα.
Έχει κανένας την εντύπωση πως ύστερα από τη συμφορά που έπληξε το χωριό, το δάσος ορμητικό κι ακατάσχετο όρμησε για να αφανίσει και να καλύψει με τα κλαδιά και τα φύλλα ό,τι άφησε η καταστροφή. Στις ήσυχες μέρες της καλοκαιρινές μπαινόβγαιναν πουλιά και ζούδια και τα παιδιά έπαιζαν ή πελεκούσαν την ιερή θύρα για να κόψουν ένα κομμάτι πωρόλιθο και να τον κάνουν βόλους. Ήταν μια εκκλησία γεμάτη ζωή. Πουλιά έιχαν φωλέψει και δέντρα έιχαν ριζώσει στο κορμί της και άνθρωποι περνοδιάβαιναν χωρίς να σκέφτονται το Θεό. Ποτέ δεν έκαναν το σταυρό και ποτέ δεν έσκυψαν να αφρουγκασθούν την πονεμένη ιστορία της, την ιστορία της μαρτυρικής χριστιανοσύνης Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καβρουλάκη «οι Ρέμπελοι»
Αρχική Σελίδα